- κομμουνιστικός
- -ή, όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κομμουνισμό (α. «κομμουνιστικό κόμμα» β. «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. communistic < communist (πρβλ. κομμουνιστής) + -ic (πρβλ. -ικός). Για την ορθογραφία βλ. λ. κομμούνα].
Dictionary of Greek. 2013.